- γέγηθα
- γέγηθα: see γηθέω.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
γέγηθα — γηθέω rejoice perf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεγήθασι — γεγήθᾱσι , γηθέω rejoice perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεγήθασιν — γεγήθᾱσιν , γηθέω rejoice perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γέγηθ' — γέγηθα , γηθέω rejoice perf ind act 1st sg γέγηθε , γηθέω rejoice perf imperat act 2nd sg γέγηθε , γηθέω rejoice perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γηθέω — και γαθέω και γήθω (A) (AM γήθομαι) χαίρομαι, ευχαριστιέμαι με κάτι ή κάνοντας κάτι αρχ. Ι. φρ. «γηθέω φρένα (ή φρενὶ ή θυμὸν ή θυμῶ) «αναγαλλιάζει, χαίρεται η ψυχή μου II. (η μτχ. παρακμ.) γεγηθώς 1. περιχαρής 2. χωρίς τιμωρία («ἦ καὶ γεγηθὼς… … Dictionary of Greek
γεγηθότως — επίρρ. (AM) ευχαρίστως, μετά χαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρημα σχηματισμένο βάσει τού παρακμ. γέγηθα τού ρ. γηθώ* «χαίρομαι, ευχαριστιέμαι»] … Dictionary of Greek
ιού — Βλ. λ. Ιηού. * * * ἰού και ἰοῡ (Α) (σχετλιαστ. επιφών. συν. επαναλαμβανόμενο) 1. κραυγή λύπης, αλίμονο, οίμοι* («ἰοὺ ἰοὺ βοᾱν κεκραγέναι», Αριστοφ.) 2. κραυγή εκπλήξεως ή θαυμασμού («ἰού ἰοὺ ὡς πανοῡργος εἶ», Πλάτ.) 3. κραυγή χαράς («ἰοὺ ἰού,… … Dictionary of Greek
ρίγος — το / ῥῑγος, ΝΜΑ ιατρ. παροδικός τρόμος, τρεμούλα, που οφείλεται σε αίσθημα ψύχους και εμφανίζεται όταν ο οργανισμός υποβάλλεται σε απότομη πτώση τής θερμοκρασίας τού περιβάλλοντος, οπότε είναι περιφερειακής προελεύσεως, καθώς και κατά την εισβολή … Dictionary of Greek
gāu- — gāu English meaning: to rejoice; to swagger Deutsche Übersetzung: ‘sich freuen, sich freudig brũsten” Material: Gk. γηθέω, Dor. γᾱθέω “to rejoice “ (from *γᾱFεθέω = Lat. gaudeō), γήθομαι, Dor. γά̄θομαι ds., perf. γέγηθα, Dor.… … Proto-Indo-European etymological dictionary